— 399 —
δ&-εγγύησος, εως ή внесение залога, поручительство
Dem.
δί-εγείρω 1) пробуждать, будить (τινά Piut·.); med.-pass.
пробуждаться, просыпаться (έξ ύπνου Anth.): πριν διεγερ-
θηναι Arst. прежде чем проснуться; 2) возбуждать, вызы-
вать (τα πένθη δια κολακείαν Piut.).
δι-εγερτικός 3 пробуждающий, возбуждающий (της
ψυχής Sext.).
δςεγρομένος part, med.-pass. κ διεγείρω.
δοεδάσαντο 3 л. pi. aor. κ διαδαίομαι.
δοέδεξε impers. Her. 3 л. sing. aor. κ διαδείκνυμι.
δίέδραμον aor. 2 κ διατρέχω.
δι-εδρ£α ή сидение врозь Arst.
δί-εδρος 2 доел, сидящий врозь, перен. знаменующий
вражду (в птицегадании—о птицах) Arph.
δίέεργον эп. impf. к διείργω.
διέζωσα aor, κ διαζώννυμι.
δοεθ-είς, θ-εϊσα, θ-έν part. aor. I pass, κ διιημι.
δίέθ·εμεν / л. pi. aor. 2 κ διατίθημι.
διεθ·έμην aor. 2 med. κ διατίθημι.
δ&έθ·ηκα aor. 1 κ διατίθημι.
δοέθ·ην aor. 2 κ διατίθημι.
δθή inf. aor. 1 pass, κ διΐημι.
2 л. sing, praes. κ δίειμι II.
δέ inf. κ δίοιδα.
2 прозрачный (ΰδωρ Luc).
aor. 2 κ διοράω.
ίείλεγμαο pf. pass, κ διαλέγω.
δί-εολέω разворачивать (βιβλία διειλησαι Piut.).
δίείλημμα: pf. pass, κ διαλαμβάνω.
διε&λημμένως отчётливо, чётко (κρίνειν Xen.).
δοείληφα pf. κ διαλαμβάνω.
διεΐλον aor. 2 κ διαιρέω.
διείμένος part. pf. pass, κ διΐημι.
Ι δί-ειμ& [ειμί] продолжать пребывать: διέσει — υ. Ι.
διοίσει — σκοπούμενος Хеп. ты постоянно будешь рассма-
тривать.
II δί-εομ& [εΐμι] (fat. διείσομαι, ppf. в знач. impf.
διήειν) 1) пройти (δια πύργων μέσων Thuc): έαν διιέναι
τινά Thuc. дать пройти кому-л., пропустить кого-л.; δ.
τον αέρα Arph. пронестись по воздуху; 2) разойтись,
распространиться: ώστε λόγος διήει Piut. no слухам;
3) обстоятельно рассказать (πάντα Plat.; τόν μυθώδη
πρότερον piut.): δίειμι τω λόγω ως αν μοι δοκη έχει ν Plat,
я изложу (вопрос) так, как он мне представляется.
Ι δο-είπον [aor. 2 к διαγορεύω] 1) поговорить, побе-
седовать (άλλήλοισιν Нот.); 2) обстоятельно рассказать
(τι Plat.); 3) возвестить, предсказать (φόνος, δν Λοξίας
διειπε χρηναι θανειν Soph.); 4) разгадать (το αίνιγμα
Soph.); 5) med. установить, определить (εν ψ χρόνω απο-
δώσει, sc. τα χρήματα Arst.).
II διεΐπον impf. κ διέπω.
δο-είργω, эп.-ион. δίέργω (эп. impf. διέεργον) 1) раз-
делять, разобщать, отделять (τινάς Нот., Thuc; sc. τους
θεούς και ήμας Pind.; το μέσον της πόλιος ποταμός διέργει
Her.; την χώραν Poiyb.; την πόλιν από της ηπείρου Piut.);
2) разнимать (sc. μαχόμενους Plat.); 3) преграждать,,
отрезывать (της οικαδε όδου Xen.).
ί pf. κ διαγορεύω или к διεΐπον.
pf. pass, κ διαγορεύω или к διειπον,
ρημ τό юр. точная формулировка Dem.
Ι δο-είρομαι med.-pass. κ διείρω.
II δί-είρομαο и δοέρομαο расспрашивать (τινά τι Нот.).
δ&-εορύω перетаскивать, тащить волоком (через что-л.),,
(νέας τόν ίσθμόν Her.).
δί-είρω 1) просовывать (τι διά τίνος Xen., Luc);
2) втыкать (τάς βελόνας Dem. ap. Aeschin.).
δο-εορωνό-ξενος 2 притворно-гостеприимный, т. е._
обманывающий гостей Arph.
δίείς, δοεΓσα, δ^έν part. aor. 2 κ διΐημι.
Ι δοέκ, ν. I. Sif έκ adv. насквозь, целиком (κόλπος:
δ. Πελοπόννησον έέργει нн).
II δο-έκ, перед гласными δίέξ, ν. Ι. Ы* έκ praep.
cum gen. через, из (μεγάροιο, πρόθυρου Нот.).
δι-εκβάλλω 1) переходить, проходить (την Στυμφα-»
λίαν Poiyb.; τα στενά Piut.); 2) переправляться (τόν πορθ-.
μόν Piut.).
δΐ-εκβθλή ή ГОрНЫЙ ПрОХОД, теСНИНа Poiyb., Diod.
δο-έκδΰσίς, εως ή ускользание: πάσης διεκδύσεως
χρησθαι Piut. быть неуловимым (для врага).
δο-εκδύω (aor. 2 διεξέδυν) 1) проскальзывать (τόν.
δχλον Piut.); 2) ускользать, незаметно скрываться (πειρώ.
διεκδυναι Luc).
δί-εκθ·έω мчаться напролом, прорываться (φεύγοντες,
και διεκθέοντες Piut.; άχρι της γης διεκθέων κεραυνός Arst.).
δο-εκπαίω тж. med. пробивать себе дорогу, проби·.
ваться (τους πολεμίους διεκπαισάμενος Piut.): εφθη διεκ-ι
παίσας Luc он успел вырваться наружу.
δί-εκπεραίνω доводить до конца, завершать (τι Xen.;
πριν αύτω βίος διεκπερανθη Soph.—ν. Ι. διεκπεραθ·η).
δί-εκπεράω 1) проходить насквозь, проникать (ή
ταχύ διεκπερώσα τροφή Plat.; διά μέσου τινών Diod.);
2) переходить, переступать (Ήρακλέας στήλας Her.; ές
Φωκέων χθόνα Aesch., υ. /.); 3) переправляться (τόν ποτά*
μόν Her.): ραστα δ. τόν βίον Eur. легко прожить свою,
жизнь; 4) жить, существовать (κατά φύσιν Piut.); 5) про^.
ходить мимо, обходить, пренебрегать (τι Arph.).
δι-εκπ£πτω (aor. 2 διεξέπεσον) 1) падать сквозь,
проваливаться (των στενότερων πόρων Piut.); 2) выходить,
прорываться (τό εντός θερμόν εξω διεκπίπτει Arst.);
3) убегать, ускользать (κρύφα Piut.; εις Θήβας Diod.).
δ&-εκπλέω, ион. δοεκπλώω 1) переплывать (έκ τοδ
Πόντου τόν Έλλήσποντον Her.); 2) проплывать мимо
(Ήρακλέων στηλέων Her.; τά ελη Piut.); 3) выплывать на
другую сторону (διεκπλώσας και κάμψας τό άκρωτήριον
Her.); 4) воен. прорываться на кораблях (διεκπλώοντες
έναυμάχεον Her.; δ. ού διδόναι Thuc; διά των πολεμίων
νεών Poiyb.; είκοσι ναυσί Piut.).
δι-έκπλοος, стяж. διέκπλους ό 1) переезд на ко^
раблях: διέκπλοον ποιεΐσθαι τησι νηυσί δι' αλλήλων Her*